τραγοειδής

τραγοειδής
-ές, ΝΑ
όμοιος με τράγο, τραγόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τραγοειδής — like a he goat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • ՆՈԽԱԶԱԴԷՄ — ( ) NBH 2 0438 Chronological Sequence: 6c ա. τραγοειδής hircinam formam habens. Ունօղ զդէմս նոխազի. որ է ʼի կերպարանս այծեաց. *Զպայն (որ եւ պան) մինդիս կոչեն եգիպտացիքն. վասն որոյ եւ զնոխազ մինդիս կոչեն. զի եւ պայն նոխազադէմ է. Նոննոս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”